- παιδνός
- παιδνός, ή, όν (also ός, όν E.IT1271 (lyr.)),A childish, A.Ag.479; παιδναὶ χέρες, for παιδὸς χ., AP7.632 (Diod.).II of childish years,
π. ἐών Od.21.21
, 24.338, Call.Jov.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. ἐών Od.21.21
, 24.338, Call.Jov.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδνός — παιδνός, ή, όν (ΑΜ, Α θηλ. και ός) 1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδικός, παιδαριώδης («τὸ κατ ἀγροικίαν παιδνόν τε καὶ ἀφελές», Ευστ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδνός παιδί, έφηβος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδνή κορίτσι, παιδίσκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς … Dictionary of Greek
παιδνός — childish masc nom sg παιδνός childish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδνόν — παιδνός childish masc acc sg παιδνός childish neut nom/voc/acc sg παιδνός childish masc/fem acc sg παιδνός childish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδνῷ — παιδνός childish masc/neut dat sg παιδνός childish masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδνήν — παιδνός childish fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
παιδνάς — παιδνά̱ς , παιδνός childish fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)